- κατάχαλκος
- κατάχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» — ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.)3. ενισχυμένος με χάλκινα ελάσματα («κατάχαλκοι πανοπλίαι», Ονήσανδρ.)4. οπλισμένος με πανοπλία, κατάφρακτος, θωρακισμένος («δράκων κατάχαλκος» — με θώρακα από φολίδες, Ευρ.)5. (για μέταλλα) αυτός που έχει αναμιχθεί με χαλκό («κατάχαλκος χρυσός», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -χαλκος (< χαλκός), πρβλ. επί-χαλκος, περί-χαλκος].
Dictionary of Greek. 2013.